- βαθυτάτων
- βαθύςdeepfem gen plβαθύςdeepmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερβατισμός — ο, Ν [υπερβατικός] (φιλοσ.) 1. γνωσιολογική αντίληψη ή στάση που υποστηρίζει τη δυνατότητα μιας a priori γνώσης και επιδιώκει να προσδιορίσει τις συνθήκες μιας τέτοιας γνώσης 2. κίνημα που δημιουργήθηκε στη Νέα Αγγλία τον 19ο αιώνα από συγγραφείς … Dictionary of Greek
Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… … Dictionary of Greek